- μέλανδρυς
- μέλανδρυς, -υος, ὁ (Α)είδος μεγάλου τόννου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + -ανος + δρῦς, δρυός (πρβλ. χαμαί-δρυς). Για τη σημασία τού τ. βλ. και λ. μελάνδρυον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ROBUR — I. ROBUR Ammian munimentum in suburbio Basileae: Rotthauss, Simlero. Sic autem castrum vocatum est a Valentiniano Aug. contra Alamannos, aedificatum. Quod in loco fuisse Urbis Basileae, ubi nunc summum Templum, contendit Chr. Urstisius in Epit.… … Hofmann J. Lexicon universale
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek